- αδιάρθρωτος
- -η, -ο (Α ἀδιάρθρωτος, -ον) [διαρθρῶ]1. αυτός που δεν διαρθρώθηκε, ασυναρμολόγητος, ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, ασύνδετος2. (για τον λόγο) άναρθρος, συγκεχυμένοςνεοελλ.(για έμβρυα) αυτό που δεν απόκτησε ακόμη άρθρα, μέλη τού σώματοςαρχ.1. ανοργάνωτος, ασύνδετος2. επίρρ. ἀδιαρθρώτωςχωρίς διάκριση.
Dictionary of Greek. 2013.